- κοντός
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς.
* * *(I)-ή, -ό (ΑM κοντός και κονδός, -ή, -όν)αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο βραχύς στο ανάστημα (α. «ο γιος του είναι κοντός σαν κι αυτόν» β. «τα μανίκια τού έρχονται κοντά»)νεοελλ.1. φρ. α) «λέει ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του» — ο καθένας λέει τα δικά του, επικρατεί ασυνεννοησίαβ) «κοντός ψαλμός αλληλούια»(για λόγο σύντομο, αλλά αποφασιστικό) είναι καλό να φτάνει κανείς με δύο λόγια στην ουσία2. παροιμ. «Κυριακή κοντή γιορτή» — λέγεται για υποθέσεις που η έκβασή τους δεν θα καθυστερήσεινεοελλ.-μσν.σύντομος στη διάρκειαμσν.1. (για συγγενείς) κοντινός, στενός2. έμπιστος3. φρ. «στα κοντά» — στα κοντινά μέρη4. (το ουδ. ως επίρρ.) κοντό(ν)α) σε μικρό χρονικό διάστημαβ) για λίγο χρόνογ) πριν από λίγο χρόνοδ) κοντολογίςε) άραγεστ) (ως επιφών.) ε! («κοντὸ κ' ἐμέν' ἡ μοίρα μου ἂς εἶναι φυλαμένη», Σαχλ.)στ) φρ. «εἰς κοντόν» ή «ἐν κοντῷ» i) σε μικρό χρονικό διάστημαii) περιληπτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» βλ. λ..ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κοντά (Ι), κονταίνω, κοντεύωνεοελλ.κοντακιανός, κόντος, το, κοντούλης, κοντούτσικος.ΣΥΝΘ. βλ. λ. κοντ(ο)-].————————(II)ο (ΑM κοντός)κοντάρι, ιστόςνεοελλ.επιμήκης κυλινδρική ράβδος που αποτελεί γυμναστικό όργανο («άλμα επί κοντώ»)αρχ.1. επιμήκης ράβδος με άγκιστρο στη μια άκρη που χρησίμευε για το τράβηγμα μικρού πλοίου («νεκύων δὲ πορθμεὺς ἔχων χέρ' ἐπὶ κοντῷ Χάρων μ' ἤδη καλεῑ», Ευρ.)2. το ξύλο τού δόρατος3. βακτηρία, μπαστούνι4. βούκεντρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kont- τής ΙΕ ρίζας *kent- και είναι παρ. τού ρ. κεντώ*. Η σημασιολογική εξέλιξη που δημιούργησε το επίθ. κοντός, -ή, -ό με σημασία «βραχύς» άρχισε στο στρατιωτικό λεξιλόγιο από σύνθ. με α' συνθετικό το κοντός (ΙΙ) «κοντάρι», όπως κοντο-βολῶ, κοντο-φόρος, όπου ο βραχύτερος κοντός, αντιδιαστελλόμενος προς το επιμηκέστερο δόρας ταυτίστηκε σημασιολογικά προς το βραχύς και δημιούργησε ήδη στην Αρχαία και Μεσαιωνική Ελληνική νέα σύνθ., δηλώνοντας μάλιστα βραχύτητα όχι μόνο μεγέθους αλλά και αποστάσεως και χρόνου. Τέλος, απέκτησε και μεταφορικές σημασίες, όπως τού δισταγμού ή τού κατά προσέγγισιν (βλ. λ. κοντ[ο])].ΠΑΡ. κοντάρι(ον), κοντός (Ι)μσν.κοντά (ΙΙ), κόνταξ, κοντεύω (ΙΙ).ΣΥΝΘ. αρχ. κοντοβολώ, κοντοπαίκτηςαρχ.-μσν.κοντοφόρος, κοντοφορώμσν.κοντοκυνηγέσιον, κοντομαχώ, κοντομονόβολον, κοντοπαικτική, κοντοφορικόν].
Dictionary of Greek. 2013.